- βάλ'
- βάλε , βάλλωthrowaor imperat act 2nd sgβάλε , βάλλωthrowaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Κρόνιν, Τζέιμς — (James Cronin, Σικάγο 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του πανεπιστημίου των Μεθοδιστών του Νότου το 1951. Το ίδιο έτος ξεκίνησε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, με καθηγητές τους… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
Ιλ-ντε-Φρανς — (île de France). Διαμέρισμα (12.011 τ. χλμ., 10.952.011 κάτ. το 1999), ιστορική περιοχή και πρώην επαρχία της βορειοκεντρικής Γαλλίας. Είναι γνωστή και με την ονομασία Περιφέρεια Παρισιού (Région Parisienne). Καλύπτεται από λόφους, μικρές… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
υπερουράνια στοιχεία — Χημικά στοιχεία με ατομικό αριθμό μεγαλύτερο του 92 (ο ατομικός αριθμός του ουράνιου), τα οποία κατέχουν τις θέσεις μετά το ουράνιο στο περιοδικό σύστημα των στοιχείων. Τα μέχρι σήμερα γνωστά ισότοπα των υπερουράνιων στοιχείων εμφανίζουν αστάθεια … Dictionary of Greek
Balearic Islands — Illes Balears (Catalan) Islas Baleares (Spanish) Autonomous Community … Wikipedia
MYDON — auriga, Atymnis fil. Homer. Il. ε. v. 580. Α᾿ντίλοχος δὲ Μύδωνα βάλ᾿ ἡνιοχὸν θεράποντα Ε᾿ςθλὸν Α᾿τυμνιάδην. Alius ab achiile interfectus, Il. φ. v. 209. Ε῎νθ᾿ ἕλε Θερσίλοχόντε Μύδωνά τε … Hofmann J. Lexicon universale
άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… … Dictionary of Greek